- κουφ(ο)-
- (I)(Μ κουφ[ο]-)α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ-αηδόνι, κουφ-άλογο)ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο-λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός (< αρχ. κωφός), συνδέθηκαν παρετυμολογικά και ορισμένα με α' συνθετικό το κουφ(ο)- (II) (< αρχ. κοῡφος), τών οποίων η αρχική υποκοριστική σημασία εξελίχθηκε σε «υπόκωφα», (πρβλ. κουφαγροικούμαι, κουφοβροντώ καθώς και λ. κουφ(ο)- [II], σημ. υπ. αρ. 5). Σύνθ. με α' συνθετικό κουφ(ο)- (Ι): μσν. κουφάγρανεοελλ.κουφαηδόνι, κουφάλογο, κουφολάχανο.————————(II)(AM κουφ[ο]-)α' συνθετικό λέξεων < κούφος (Ι), που δηλώνει ότι το β' συνθετικό: 1. είναι κενό, κούφιο (πρβλ. κουφοκάρυδον, κουφολίθι)2. είναι μεταφορικά κενό, μάταιο (πρβλ. κουφοδοξία, κουφομυαλιά)3. ενεργεί ασυλλόγιστα, χαρακτηρίζεται από επιπολαιότητα (πρβλ. κουφογνώμων, κουφολογία)4. χαρακτηρίζεται από ηπιότητα, ελαφρότητα, γρηγοράδα (πρβλ. κουφοτέλεια, κουφόπους)5. γίνεται λίγο-λίγο, βαθμιαία (πρβλ. κουφοβράζω, κουφοθάλασσα). Η σημ. ορισμένων σύνθ. τής τελευταίας αυτής κατηγορίας, που διά τού α' συνθετικού τους εκφράζουν ένα είδος υποκορισμού, εξελίχθηκε σε «(αυτό που) γίνεται κρυφά, απαρατήρητα» (πρβλ. κουφοβοσκώ, κουφοδρομώ). Ορισμένα άλλα συνδέθηκαν παρετυμολογικά με το επίθ. κουφός, κυρίως όσων το β' συνθετικό δήλωνε κάποιον ήχο, και απέκτησαν τη σημ. «υπόκωφος» (πρβλ. κουφαγροικούμαι, κουφοβροντώ). Συνθ. με α' συνθετικό κουφ(ο): κουφόλιθος, κουφόνους, κουφοξυλέα/-ιά, κουφόπτεροςαρχ.κουφόγλωσσος, κουφοδοξία, κουφολογία, κουφολόγος, κουφολογώ, κουφόπους, κουφοσιτία, κουφοτέλεια, κουφοφορούμαιμσν.κουφαγροικούμαι, κουφογνώμων, κουφοκάρυδον, κουφόπλακος, κουφοποιόςμσν.- νεοελλ.κουφόνοιανεοελλ.κουφοβοσκώ, κουφοβράζω, κουφόβραση, κουφοβροντώ, κουφοδόντης, κουφοδρομώ, κουφοθάλασσα, κουφοκαίω, κουφοκέρι, κουφολίθι, κουφομυαλιά, κουφονότια, κουφόπετρα.
Dictionary of Greek. 2013.